- ομοιόπτερος
- ὁμοιόπτερος, -ον (Α)(για πτηνά) αυτός που έχει όμοιο πτέρωμα με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. μονό-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοιόπτερα — ὁμοιόπτερος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιόπτεροι — ὁμοιόπτερος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek